- κακοπαθαίνω
- (αόρ. (ε)κακοπάθησα и (ε)κακόπαθα) αμετ. испытывать невзгоды, терпеть лишения; страдать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κακοπαθαίνω — 1 κακόπαθα, κακοπαθημένος βλ. πίν. 176 2 κακοπάθησα, κακοπαθημένος βλ. πίν. 50 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κακοπαθαίνω — (Μ κακοπαθαίνω) βλ. κακοπαθώ … Dictionary of Greek
κακοπαθαίνω — κακοπάθησα και κακόπαθα, κακοπαθημένος, υποφέρω, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι: Κακοπαθήσαμε σ αυτό το ταξίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοπαθώ — και κακοπαθαίνω (AM κακοπαθῶ, έω, Μ και κακοπαθαίνω) [κακοπαθής] (αμτβ.) πάσχω, υποφέρω, υφίσταμαι συμφορές, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι, υποβάλλομαι σε δοκιμασίες («κακοπαθεῑν μὲν πολλάκις, αναπαύσασθαι δὲ μηδέποτε», Λυσ.) νεοελλ. 1. δυστυχώ,… … Dictionary of Greek
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek